ιδιοσυγκρασιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ιδιοσυγκρασιακός < ιδιοσυγκρασία + -ακός < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοσυγκρασία
Επίθετο
επεξεργασία
ιδιοσυγκρασιακός, -ή, -ό
- που έχει έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο αντίδρασης σε εξωτερικές ή εσωτερικές επιδράσεις
- Ο ιδιοσυγκρασιακός τραγουδοποιός μάς έχει συνηθίσει σε εκπλήξεις και εμπνεύσεις. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ιδιοσυγκρασία
- → δείτε τις λέξεις ίδιος, συν και κράση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδιοσυγκρασιακός