↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοσυγκρασιακός η ιδιοσυγκρασιακή το ιδιοσυγκρασιακό
      γενική του ιδιοσυγκρασιακού της ιδιοσυγκρασιακής του ιδιοσυγκρασιακού
    αιτιατική τον ιδιοσυγκρασιακό την ιδιοσυγκρασιακή το ιδιοσυγκρασιακό
     κλητική ιδιοσυγκρασιακέ ιδιοσυγκρασιακή ιδιοσυγκρασιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοσυγκρασιακοί οι ιδιοσυγκρασιακές τα ιδιοσυγκρασιακά
      γενική των ιδιοσυγκρασιακών των ιδιοσυγκρασιακών των ιδιοσυγκρασιακών
    αιτιατική τους ιδιοσυγκρασιακούς τις ιδιοσυγκρασιακές τα ιδιοσυγκρασιακά
     κλητική ιδιοσυγκρασιακοί ιδιοσυγκρασιακές ιδιοσυγκρασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιοσυγκρασιακός < ιδιοσυγκρασία + -ακός < (ελληνιστική κοινήἰδιοσυγκρασία

  Επίθετο

επεξεργασία

ιδιοσυγκρασιακός, -ή, -ό

  • που έχει έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο αντίδρασης σε εξωτερικές ή εσωτερικές επιδράσεις
    Ο ιδιοσυγκρασιακός τραγουδοποιός μάς έχει συνηθίσει σε εκπλήξεις και εμπνεύσεις. (*)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία