ιδικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιδικός < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἰδικός < αρχαία ελληνική ἴδιος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ðiˈkos/
- συλλαβισμός : ι‐δι‐κός
- ομόηχο: ειδικός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ιδικός, -ή, -ό
- → δείτε τη λέξη δικός