ιδεοκινητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδεοκινητικός < ιδεο- + κινητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ideomotor)
Επίθετο
επεξεργασίαιδεοκινητικός, -ή, -ό
- (ψυχολογία) που σχετίζεται με ακούσιες ενέργειες που προκαλούνται από υποσυνείδητη σκέψη