θωπευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θωπευτικός < αρχαία ελληνική θωπευτικός < θωπεύω < θώψ
Επίθετο
επεξεργασίαθωπευτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που φέρεται τρυφερά, με χάδια
- (μεταφορικά) που του αρέσει να κολακεύει
Συγγενικά
επεξεργασία- θωπευτικά
- θωπευτικώς
- → δείτε τη λέξη θωπεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θωπευτικός
|