θωπευτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θωπευτικά < θωπευτικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαθωπευτικά
- τρυφερά, με χάδια
- κολακευτικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θωπευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθωπευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θωπευτικό