θερμοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
θερμοφόρος, -α, -ο
- που μεταφέρει θερμότητα, που θερμαίνει, θερμαντικός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοφόρος αρσενικό
θερμοφόρος, -α, -ο
θερμοφόρος αρσενικό