Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βραστήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Σύνθετα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Δείτε επίσης
1.3.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βραστήρ
ας
οι
βραστήρ
ες
γενική
του
βραστήρ
α
των
βραστήρ
ων
αιτιατική
τον
βραστήρ
α
τους
βραστήρ
ες
κλητική
βραστήρ
α
βραστήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βραστήρας
<
→
λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.tmo.vɾaˈsti.ɾas
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
βρα‐στή‐ρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βραστήρας
αρσενικό
(
κουζινικά
) το
μαγειρικό
σκεύος
για το
βράσιμο
του νερού
Σύνθετα
επεξεργασία
ατμοβραστήρας
Συγγενικά
επεξεργασία
βράζω
βράσιμο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κατσαρόλα
μπόιλερ
χύτρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βραστήρας
αγγλικά
:
kettle
(en)
,
boiler
(en)
γαλλικά
:
bouilloire
(fr)
ιταλικά
:
bollitore
(it)