Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βραστήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βραστήρ
ας
οι
βραστήρ
ες
γενική
του
βραστήρ
α
των
βραστήρ
ων
αιτιατική
τον
βραστήρ
α
τους
βραστήρ
ες
κλητική
βραστήρ
α
βραστήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
βραστήρας
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
βραστήρας
αρσενικό
(
κουζινικά
) το μαγειρικό
σκεύος
για το
βράσιμο
του νερού
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
βράζω
βράσιμο
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
κατσαρόλα
χύτρα
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
βραστήρας
αγγλικά
:
kettle
(en)
,
boiler
(en)
γαλλικά
:
bouilloire
(fr)
ιταλικά
:
bollitore
(it)