θερμοφόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμοφόρα < θερμο- + -φόρ(ος) (ενν. φιάλη) + -α, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hot water bottle ή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερμοφόρα θηλυκό
- μικρός ελαστικός σάκος (παλαιότερα και από άλλα υλικά ή σε διαφορετικά σχήματα), που γεμίζεται με ζεστό νερό και χρησιμοποιείται για να θερμάνει μέρη του ανθρώπινου σώματος
- ηλεκτρική θερμοφόρα: συσκευή που λειτουργεί με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο διαπερνά και θερμαίνει ηλεκτρικές αντιστάσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερμοφόρα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ θερμοφόρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας