↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμομαγνητικός η θερμομαγνητική το θερμομαγνητικό
      γενική του θερμομαγνητικού της θερμομαγνητικής του θερμομαγνητικού
    αιτιατική τον θερμομαγνητικό τη θερμομαγνητική το θερμομαγνητικό
     κλητική θερμομαγνητικέ θερμομαγνητική θερμομαγνητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμομαγνητικοί οι θερμομαγνητικές τα θερμομαγνητικά
      γενική των θερμομαγνητικών των θερμομαγνητικών των θερμομαγνητικών
    αιτιατική τους θερμομαγνητικούς τις θερμομαγνητικές τα θερμομαγνητικά
     κλητική θερμομαγνητικοί θερμομαγνητικές θερμομαγνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμομαγνητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermomagnetic < αρχαία ελληνική θερμός + Μαγνητικός < Μάγνης

  Επίθετο

επεξεργασία

θερμομαγνητικός

  1. που έχει σχέση με τον θερμομαγνητισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (ηλεκτρολογία) που αφορά θερμικά και μαγνητικά στοιχεία (προστασίας)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία