Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɛʁ.mɔ.ma.ɲe.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
thermomagnétique thermomagnétiques

thermomagnétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό