Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοκοιτίδα οι θερμοκοιτίδες
      γενική της θερμοκοιτίδας των θερμοκοιτίδων
    αιτιατική τη θερμοκοιτίδα τις θερμοκοιτίδες
     κλητική θερμοκοιτίδα θερμοκοιτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βρέφος σε θερμοκοιτίδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοκοιτίδα < θερμο- + κοιτίς + -ίδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.ciˈti.ða/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοκοιτίδα θηλυκό

  1. συσκευή που παρέχει ελεγχόμενες συνθήκες υγρασίας, θερμοκρασίας και οξυγόνου στα πρόωρα και άρρωστα βρέφη
  2. (μεταφορικά) κέντρο ανάπτυξης καινοτόμων επιχειρήσεων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία