θερμοκοιτίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.ciˈti.ða/
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοκοιτίδα θηλυκό
- συσκευή που παρέχει ελεγχόμενες συνθήκες υγρασίας, θερμοκρασίας και οξυγόνου στα πρόωρα και άρρωστα βρέφη
- (μεταφορικά) κέντρο ανάπτυξης καινοτόμων επιχειρήσεων