couveuse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
couveuse | couveuses |
couveuse (fr) θηλυκό
- η κότα που κλωσσά
- mère couveuse - μητέρα που φέρει το έμβρυο μιας άλλης γυναίκας
- couveuse artificielle - το επωαστήριο
- η θερμοκοιτίδα