Ετυμολογία

επεξεργασία
couveuse < couver + -euse

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.vøz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
couveuse couveuses

couveuse (fr) θηλυκό

  1. η κότα που κλωσσά
  2. mère couveuse - μητέρα που φέρει το έμβρυο μιας άλλης γυναίκας
  3. couveuse artificielle - το επωαστήριο
     συνώνυμα: couvoir, incubateur
  4. η θερμοκοιτίδα
     συνώνυμα: incubateur

Συγγενικά

επεξεργασία