Ετυμολογία

επεξεργασία
couvaison < couver

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.vɛ.zɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
couvaison couvaisons

couvaison (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία