couvaison
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- couvaison < couver
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
couvaison | couvaisons |
couvaison (fr) θηλυκό
- η επώαση
ενικός | πληθυντικός |
couvaison | couvaisons |
couvaison (fr) θηλυκό