Ετυμολογία

επεξεργασία
couvoir < couver

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ku.vwaʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
couvoir couvoirs

couvoir (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία