Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

couvade < couver

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.vad/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
couvade couvades

couvade (fr) θηλυκό

  • έθιμο ορισμένων λαών σύμφωνα με το οποίο οι άντρες παίρνουν μέρος, με συμβολικό τρόπο, στη γέννα της γυναίκας τους

Συγγενικά επεξεργασία