couvade
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- couvade < couver
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
couvade | couvades |
couvade (fr) θηλυκό
- έθιμο ορισμένων λαών σύμφωνα με το οποίο οι άντρες παίρνουν μέρος, με συμβολικό τρόπο, στη γέννα της γυναίκας τους