κοιτίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοιτίδα | οι | κοιτίδες |
γενική | της | κοιτίδας | των | κοιτίδων |
αιτιατική | την | κοιτίδα | τις | κοιτίδες |
κλητική | κοιτίδα | κοιτίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοιτίδα θηλυκό
- μέρος στο οποίο κάτι αναπτύχθηκε, μέρος από το οποίο κάτι προέρχεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοιτίδα
|