↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλασσόξυλο τα θαλασσόξυλα
      γενική του θαλασσόξυλου των θαλασσόξυλων
    αιτιατική το θαλασσόξυλο τα θαλασσόξυλα
     κλητική θαλασσόξυλο θαλασσόξυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας αετός πάνω σε θαλασσόξυλα σε παραλία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαλασσόξυλο < θαλασσό- + ξύλο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θa.laˈso.ksi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θα‐λασ‐σό‐ξυ‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θαλασσόξυλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία