θέσκελος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θέσκελος | η | θέσκελη | το | θέσκελο |
γενική | του | θέσκελου | της | θέσκελης | του | θέσκελου |
αιτιατική | τον | θέσκελο | τη | θέσκελη | το | θέσκελο |
κλητική | θέσκελε | θέσκελη | θέσκελο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θέσκελοι | οι | θέσκελες | τα | θέσκελα |
γενική | των | θέσκελων | των | θέσκελων | των | θέσκελων |
αιτιατική | τους | θέσκελους | τις | θέσκελες | τα | θέσκελα |
κλητική | θέσκελοι | θέσκελες | θέσκελα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαθέσκελος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- θεόπνευστος, θεοκινούμενος, κινητοποιημένος από θεό
- (μεταφορικά) εξαίσιος, θαυμάσιος, υπέροχος
- (μεταφορικά), σπανιότερο του άνωθεν: ηθικός, καλός, εγκρατής