Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοκινούμενος η θεοκινούμενη το θεοκινούμενο
      γενική του θεοκινούμενου της θεοκινούμενης του θεοκινούμενου
    αιτιατική τον θεοκινούμενο τη θεοκινούμενη το θεοκινούμενο
     κλητική θεοκινούμενε θεοκινούμενη θεοκινούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοκινούμενοι οι θεοκινούμενες τα θεοκινούμενα
      γενική των θεοκινούμενων των θεοκινούμενων των θεοκινούμενων
    αιτιατική τους θεοκινούμενους τις θεοκινούμενες τα θεοκινούμενα
     κλητική θεοκινούμενοι θεοκινούμενες θεοκινούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή του ρήματος θεοκινούμαι επεξεργασία

  • ηθικός, ο ορθά δρων-πράττων-ενεργών