↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιστερεός η ημιστερεή
ημιστερεά
το ημιστερεό
      γενική του ημιστερεού της ημιστερεής
ημιστερεάς
του ημιστερεού
    αιτιατική τον ημιστερεό την ημιστερεή
ημιστερεά
το ημιστερεό
     κλητική ημιστερεέ ημιστερεή
ημιστερεά
ημιστερεό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιστερεοί οι ημιστερεές τα ημιστερεά
      γενική των ημιστερεών των ημιστερεών των ημιστερεών
    αιτιατική τους ημιστερεούς τις ημιστερεές τα ημιστερεά
     κλητική ημιστερεοί ημιστερεές ημιστερεά
Οι δεύτεροι τύποι του θηλυκού όπως στην αρχαία κλίση,
συνήθως σε λόγιες παγιωμένες εκφράσεις.
Κατηγορία όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημιστερεός < ημι- + στερεός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική semi-solide[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

ημιστερεός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ημιστερεόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)