ημιδημόσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιδημόσιος < ημι- + δημόσιος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semipublic)
Επίθετο επεξεργασία
ημιδημόσιος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημιδημόσιος
ημιδημόσιος