ημικρατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημικρατικός < ημι- + κρατικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική halbstaatlich
Επίθετο επεξεργασία
ημικρατικός
- που είναι κατά το ήμισυ ή εν μέρει κρατικός και κατά το υπόλοιπο ποσοστό ιδιωτικός
- ο πολλαπλασιασμός κρατικών ή ημικρατικών οργανισμών έχει σα συνέπεια τη διόγκωση του κύκλου δραστηριοτήτων του κράτους και την επέκτασή του όχι μόνο στη δημόσια σφαίρα αλλά και στην ιδιωτική
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημικρατικός
|