↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημικρατικός η ημικρατική το ημικρατικό
      γενική του ημικρατικού της ημικρατικής του ημικρατικού
    αιτιατική τον ημικρατικό την ημικρατική το ημικρατικό
     κλητική ημικρατικέ ημικρατική ημικρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημικρατικοί οι ημικρατικές τα ημικρατικά
      γενική των ημικρατικών των ημικρατικών των ημικρατικών
    αιτιατική τους ημικρατικούς τις ημικρατικές τα ημικρατικά
     κλητική ημικρατικοί ημικρατικές ημικρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημικρατικός < ημι- + κρατικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική halbstaatlich

  Επίθετο

επεξεργασία

ημικρατικός

  • που είναι κατά το ήμισυ ή εν μέρει κρατικός και κατά το υπόλοιπο ποσοστό ιδιωτικός
    ο πολλαπλασιασμός κρατικών ή ημικρατικών οργανισμών έχει σα συνέπεια τη διόγκωση του κύκλου δραστηριοτήτων του κράτους και την επέκτασή του όχι μόνο στη δημόσια σφαίρα αλλά και στην ιδιωτική

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία