Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηθικοκρατία οι ηθικοκρατίες
      γενική της ηθικοκρατίας των ηθικοκρατιών
    αιτιατική την ηθικοκρατία τις ηθικοκρατίες
     κλητική ηθικοκρατία ηθικοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηθικοκρατία < ηθικός + -ο- + -κρατία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική certitude morale, φιλοσοφικό όρο του Γάλλου φιλοσόφου fr:Léon Ollé-Laprune)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.θi.ko.kɾaˈti.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηθικοκρατία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία