ζούγκλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζούγκλα | οι | ζούγκλες |
γενική | της | ζούγκλας | των | ζουγκλών |
αιτιατική | τη | ζούγκλα | τις | ζούγκλες |
κλητική | ζούγκλα | ζούγκλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζούγκλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική jungle < αγγλική jungle < χίντι जंगल (jangal) < σανσκριτική जङ्गल (jaṅgala "άγονος, έρημος")
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzuŋ.ɡla/ & /ˈzu.ɡla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζού‐γκλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζούγκλα θηλυκό
- (γεωγραφία) πυκνό τροπικό δάσος
- (μεταφορικά) τόπος ή κατάσταση χωρίς νόμους και κανόνες, όπου επιβιώνει ο ισχυρότερος
- παρομοιάζουν τις χρηματαγορές σαν μια ζούγκλα, όπου άμα δεν τους φας θα σε φάνε
Εκφράσεις
επεξεργασία- ο βασιλιάς της ζούγκλας: το λιοντάρι
- ο νόμος της ζούγκλας: το δίκαιο του ισχυρότερου
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ζούγκλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζούγκλα
|