jungle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jungle | jungles |
Ετυμολογία
επεξεργασία- jungle < (άμεσο δάνειο) χίντι जंगल / جنگل (jangal) < σανσκριτική जङ्गल (jaṅgala, άγονος, έρημος)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjungle (en)
- (γεωγραφία) η ζούγκλα
- ⮡ After so many days in the jungle, we eventually reached an inhabited area.
- Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.
- ⮡ After so many days in the jungle, we eventually reached an inhabited area.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jungle | jungles |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjungle (fr) θηλυκό