ενικός         πληθυντικός  
jungle jungles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jungle < (άμεσο δάνειο) χίντι जंगल / جنگل (jangal) < σανσκριτική जङ्गल (jaṅgala, άγονος, έρημος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈd͡ʒʌŋɡl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jungle (en)

  • (γεωγραφία) η ζούγκλα
    ⮡  After so many days in the jungle, we eventually reached an inhabited area.
    Μετά από τόσες μέρες στη ζούγκλα φτάσαμε επιτέλους σε κατοικημένη περιοχή.



      ενικός         πληθυντικός  
jungle jungles

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jungle (fr) θηλυκό