jungle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
jungle | jungles |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- jungle < (άμεσο δάνειο) χίντι जंगल / جنگل (jangal) < σανσκριτική जङ्गल (jaṅgala, άγονος, έρημος)
ενικός | πληθυντικός |
jungle | jungles |