ζουζούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζουζούνι | τα | ζουζούνια |
γενική | του | ζουζουνιού | των | ζουζουνιών |
αιτιατική | το | ζουζούνι | τα | ζουζούνια |
κλητική | ζουζούνι | ζουζούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζουζούνι < (ηχομιμητική λέξη) (ζζζ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζουζούνι ουδέτερο
- έντομο, ιδίως αυτό που κάνει χαρακτηριστικό βόμβο όταν πετάει
- (μεταφορικά) αεικίνητο παιδί