Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζούδι τα ζούδια
      γενική του ζουδιού των ζουδιών
    αιτιατική το ζούδι τα ζούδια
     κλητική ζούδι ζούδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζούδι < μεσαιωνική ελληνική ζούδιον < (ελληνιστική κοινή) ζῴδιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζούδι ουδέτερο

  1. μικρό ζώο
  2. ζωύφιο, έντομο
    Η Βερενίκη τον πείραζε όπως παιδεύουν κάποιο ζούδι μ’ ένα ξεσκλήδι καλαμιού (Κοσμάς Πολίτης, Eroica)
  3. (μεταφορικά) ζώο (χαρακτηρισμός για άνθρωπο χωρίς μυαλό)
    τι λες βρε ζούδι;
  4. (μυθολογία), στη λαϊκή παράδοση το στοιχειό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία