Ετυμολογία

επεξεργασία
ζουζουνίζω < ζουζούνι + -ίζω < (ηχομιμητική λέξη) (ζζζ)

ζουζουνίζω

  1. (για έντομα) παράγω έναν ήχο (ζζζ) κατά το πέταγμα
    Οι μέλισσες ζουζουνίζουν και μαζεύουν τον χυμό των λουλουδιών για να τον κάνουν μέλι
  2. κάνω χαριτωμένες σκανταλιές
  3. ενοχλώ, πειράζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία