ζούζουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζούζουλο | τα | ζούζουλα |
γενική | του | ζούζουλου | των | ζούζουλων |
αιτιατική | το | ζούζουλο | τα | ζούζουλα |
κλητική | ζούζουλο | ζούζουλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζούζουλο < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης zuzel (σκαθάρι)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzu.zu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζού‐ζου‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζούζουλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζούζουλο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζούζουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .