ζουζούνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζουζούνα | οι | ζουζούνες |
γενική | της | ζουζούνας | — | |
αιτιατική | τη | ζουζούνα | τις | ζουζούνες |
κλητική | ζουζούνα | ζουζούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζουζούνα θηλυκό
- (προσφώνηση) (οικείο) χαϊδευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζουζούνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζουζούνα
|