ζεμανφουτίστικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζεμανφουτίστικος < ζεμανφουτίστ(ας) + -ικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζεμανφουτίστικος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ζαμανφουτίστικος
- ⮡ Αυτός έχει πολύ ζεμανφουτίστικο φέρσιμο.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ζαμανφουτίστας, ζεμανφουτίστας
- ζαμανφουτίστρια, ζεμανφουτίστρια
- → δείτε τη λέξη ζεμάν φου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζεμανφουτίστικος
|