↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαμανφουτίστας οι ζαμανφουτίστες
      γενική του ζαμανφουτίστα των ζαμανφουτιστών
    αιτιατική τον ζαμανφουτίστα τους ζαμανφουτίστες
     κλητική ζαμανφουτίστα ζαμανφουτίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαμανφουτίστας < (λόγιο δάνειο) γαλλική je-m'en-foutiste[1] (αδιάφορος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζαμανφουτίστας αρσενικό, ζαμανφουτίστρια θηλυκό

Λέγεται και ζαμανφουτιστής, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίστρια.

Είναι ζαμανφουτίστας και ωχαδερφιστής, αρκεί να μη θίγoνται τα συμφέροντά του.

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία