σταρχιδιστής
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σταρχιδιστής < από την έκφραση στα αρχίδια μου
Ουσιαστικό
σταρχιδιστής αρσενικό, σταρχιδίστρια θηλυκό
- (χυδαίο) κάποιος που αδιαφορεί πλήρως για τις γνώμες άλλων, που κάνει ό,τι του κατέβει χωρίς να λογαριάσει τις απόψεις των συνανθρώπων του