Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταρχιδιστής οι σταρχιδιστές
      γενική του σταρχιδιστή των σταρχιδιστών
    αιτιατική τον σταρχιδιστή τους σταρχιδιστές
     κλητική σταρχιδιστή σταρχιδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

σταρχιδιστής < από την έκφραση στα αρχίδια μου

  Ουσιαστικό

σταρχιδιστής αρσενικό, σταρχιδίστρια θηλυκό

Συνώνυμα

  Μεταφράσεις