σταρχιδίστρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταρχιδίστρια < θηλυκό του σταρχιδιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταρχιδίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη σταρχιδιστής
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταρχιδίστρια
|
σταρχιδίστρια θηλυκό
|