ζεμανφουτίστας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζεμανφουτίστας < γαλλική je-m'en-foutiste (αδιάφορος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζεμανφουτίστας αρσενικό, ζεμανφουτίστρια θηλυκό
Λέγεται και ζαμανφουτίστας, ζαμανφουτίστρια.
- Αυτός που είναι συστηματικά τελείως αδιάφορος.
- Είναι ζεμανφουτίστας και ωχαδερφιστής, αρκεί να μη θίγoνται τα συμφέροντά του.