Ετυμολογία

επεξεργασία
je-m'en-foutiste < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
je-m'en-foutiste je-m'en-foutistes

je-m'en-foutiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό