↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαμανφουτίστικος η ζαμανφουτίστικη το ζαμανφουτίστικο
      γενική του ζαμανφουτίστικου της ζαμανφουτίστικης του ζαμανφουτίστικου
    αιτιατική τον ζαμανφουτίστικο τη ζαμανφουτίστικη το ζαμανφουτίστικο
     κλητική ζαμανφουτίστικε ζαμανφουτίστικη ζαμανφουτίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαμανφουτίστικοι οι ζαμανφουτίστικες τα ζαμανφουτίστικα
      γενική των ζαμανφουτίστικων των ζαμανφουτίστικων των ζαμανφουτίστικων
    αιτιατική τους ζαμανφουτίστικους τις ζαμανφουτίστικες τα ζαμανφουτίστικα
     κλητική ζαμανφουτίστικοι ζαμανφουτίστικες ζαμανφουτίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαμανφουτίστικος < ζαμαφουτίστ(ας) + -ικος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ζαμανφουτίστικος, -η, -ο

  • που αναφέρεται ή ταιριάζει σε κάποιον που είναι ζαμανφουτίστας
    ⮡  Αυτός έχει πολύ ζαμανφουτιστικό φέρσιμο.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ζαμάν φου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία