↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαλωμένος η ζαλωμένη το ζαλωμένο
      γενική του ζαλωμένου της ζαλωμένης του ζαλωμένου
    αιτιατική τον ζαλωμένο τη ζαλωμένη το ζαλωμένο
     κλητική ζαλωμένε ζαλωμένη ζαλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαλωμένοι οι ζαλωμένες τα ζαλωμένα
      γενική των ζαλωμένων των ζαλωμένων των ζαλωμένων
    αιτιατική τους ζαλωμένους τις ζαλωμένες τα ζαλωμένα
     κλητική ζαλωμένοι ζαλωμένες ζαλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαλώνω

ζαλωμένος, -η, -ο και ζαλικωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία