Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζαλικωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζαλικωμέν
ος
η
ζαλικωμέν
η
το
ζαλικωμέν
ο
γενική
του
ζαλικωμέν
ου
της
ζαλικωμέν
ης
του
ζαλικωμέν
ου
αιτιατική
τον
ζαλικωμέν
ο
τη
ζαλικωμέν
η
το
ζαλικωμέν
ο
κλητική
ζαλικωμέν
ε
ζαλικωμέν
η
ζαλικωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζαλικωμέν
οι
οι
ζαλικωμέν
ες
τα
ζαλικωμέν
α
γενική
των
ζαλικωμέν
ων
των
ζαλικωμέν
ων
των
ζαλικωμέν
ων
αιτιατική
τους
ζαλικωμέν
ους
τις
ζαλικωμέν
ες
τα
ζαλικωμέν
α
κλητική
ζαλικωμέν
οι
ζαλικωμέν
ες
ζαλικωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζαλικωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ζαλικώνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
ζαλικωμένος, -η, -ο
και
ζαλωμένος
→
δείτε
τη λέξη
ζαλωμένος