ζαλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαζαλώνω, πρτ.: ζάλωνα, στ.μέλλ.: θα ζαλώσω, αόρ.: ζάλωσα, παθ.φωνή: ζαλώνομαι, μτχ.π.π.: ζαλωμένος
- προσαρμόζω ένα φορτίο στους ώμους κάποιου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζαλιά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζαλώνω | ζάλωνα | θα ζαλώνω | να ζαλώνω | ζαλώνοντας | |
β' ενικ. | ζαλώνεις | ζάλωνες | θα ζαλώνεις | να ζαλώνεις | ζάλωνε | |
γ' ενικ. | ζαλώνει | ζάλωνε | θα ζαλώνει | να ζαλώνει | ||
α' πληθ. | ζαλώνουμε | ζαλώναμε | θα ζαλώνουμε | να ζαλώνουμε | ||
β' πληθ. | ζαλώνετε | ζαλώνατε | θα ζαλώνετε | να ζαλώνετε | ζαλώνετε | |
γ' πληθ. | ζαλώνουν(ε) | ζάλωναν ζαλώναν(ε) |
θα ζαλώνουν(ε) | να ζαλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζάλωσα | θα ζαλώσω | να ζαλώσω | ζαλώσει | ||
β' ενικ. | ζάλωσες | θα ζαλώσεις | να ζαλώσεις | ζάλωσε | ||
γ' ενικ. | ζάλωσε | θα ζαλώσει | να ζαλώσει | |||
α' πληθ. | ζαλώσαμε | θα ζαλώσουμε | να ζαλώσουμε | |||
β' πληθ. | ζαλώσατε | θα ζαλώσετε | να ζαλώσετε | ζαλώστε | ||
γ' πληθ. | ζάλωσαν ζαλώσαν(ε) |
θα ζαλώσουν(ε) | να ζαλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζαλώσει | είχα ζαλώσει | θα έχω ζαλώσει | να έχω ζαλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζαλώσει | είχες ζαλώσει | θα έχεις ζαλώσει | να έχεις ζαλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζαλώσει | είχε ζαλώσει | θα έχει ζαλώσει | να έχει ζαλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζαλώσει | είχαμε ζαλώσει | θα έχουμε ζαλώσει | να έχουμε ζαλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζαλώσει | είχατε ζαλώσει | θα έχετε ζαλώσει | να έχετε ζαλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζαλώσει | είχαν ζαλώσει | θα έχουν ζαλώσει | να έχουν ζαλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαλώνω
|