Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαλώνω < ζαλ-ιά + -ώνω

ζαλώνω, πρτ.: ζάλωνα, στ.μέλλ.: θα ζαλώσω, αόρ.: ζάλωσα, παθ.φωνή: ζαλώνομαι, μτχ.π.π.: ζαλωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία