ζαλώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαλώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ζαλώνω
Ρήμα
επεξεργασίαζαλώνομαι, πρτ.: ζαλωνόμουν, στ.μέλλ.: θα ζαλωθώ, αόρ.: ζαλώθηκα, μτχ.π.π.: ζαλωμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζαλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζαλώνομαι
|