ευμετάβολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευμετάβολος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμετάβολος < εὖ + μεταβάλλω < μετά + -βολος (βάλλω). Μορφολογικά αναλύεται σε ευ- + μετά- + -βολος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ev.meˈta.vo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐με‐τά‐βο‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαευμετάβολος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευμετάβολος
|