ευκολοβάσταγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαευκολοβάσταγος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που βαστιέται και μεταφέρεται εύκολα
- στάχτη και νεκροδόχες μοναχά στα σπίτια καθενός γυρίζουν ...ο Άρης γιομίζοντας τα ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη των ανθρώπων
- (για τους νεκρούς στην Τροία), Αγαμέμνων του Αισχύλου, απόδοση Ι. Γρυπάρη
- Η πρώτη μετάφρασή του για το στίχο 444 «λέβητας εὐθέτους»: Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- στάχτη και νεκροδόχες μοναχά στα σπίτια καθενός γυρίζουν ...ο Άρης γιομίζοντας τα ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη των ανθρώπων
Συνώνυμα
επεξεργασία- (ελαφρύς)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευκολοβάσταγος