λεβέτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεβέτι | τα | λεβέτια |
γενική | του | λεβετιού | των | λεβετιών |
αιτιατική | το | λεβέτι | τα | λεβέτια |
κλητική | λεβέτι | λεβέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεβέτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λεβέτιν < αρχαία ελληνική λεβέτιον, υποκοριστικό του λέβης (γενική λέβητος)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /leˈve.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐βέ‐τι
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεβέτι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το καζάνι, ο λέβητας
Συνώνυμα επεξεργασία
- κακάβι (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεβέτι
→ δείτε τη λέξη καζάνι |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)