ανεβάσταγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεβάσταγος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαανεβάσταγος, -η, -ο
- ο ανυπόμονος, ο ασυγκράτητος, αυτός που δεν βαστιέται
- ↪ Αφού σου είπα ότι θα πάμε βόλτα μετά τον αγώνα. Μην γίνεσαι ανεβάσταγος.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεβάσταγος
|