εσχατολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσχατολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική eschatologique + -ικός < eschatologie < αρχαία ελληνική ἔσχατος + -λογία
Επίθετο επεξεργασία
εσχατολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την εσχατολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- εσχατολογία
- εσχατολογικά
- → δείτε τις λέξεις έσχατος και λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εσχατολογικός