eschatologique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
eschatologique | eschatologiques |
eschatologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
eschatologique | eschatologiques |
eschatologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό