εσχατολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσχατολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική eschatologie < αρχαία ελληνική ἔσχατ(ος) + -ο- + -λογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσχατολογία θηλυκό
- (φιλοσοφία, θρησκεία) φιλοσοφική ή θρησκευτική δοξασία η οποία κάνει λόγο για το τέλος του ανθρώπου, τη συντέλεια του κόσμου.
- ※ Είναι στον ανθό της νιότης του -μόλις 25 ετών- αλλά ήδη... φοβάται τον θάνατο: Το 2012 προβλέπεται να επέλθει το μοιραίο. Όχι, δεν έχει να κάνει με την εσχατολογία του ημερολογίου των Αζτέκων, ούτε με την πρόγνωση για την ολική πετρελαϊκή κρίση. (Το μέλλον του ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ, 25 Νοεμβρίου 2008, ΤΟ ΒΗΜΑ)
Συγγενικά
επεξεργασία- εσχατολογικά
- εσχατολογικός
- → δείτε τις λέξεις έσχατος και λόγος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εσχατολογία