εσχατολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εσχατολογικά < εσχατολογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαεσχατολογικά
- με εσχατολογικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσχατολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεσχατολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εσχατολογικός