εραλδική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εραλδική | ||
γενική | της | εραλδικής | ||
αιτιατική | την | εραλδική | ||
κλητική | εραλδική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εραλδική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εραλδικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɾal.ðiˈci/
- ομόηχο: ερλαδικοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
εραλδική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η συστηματική μελέτη των οικοσήμων και, γενικά, των οικογενειακών θυρεών και εμβλημάτων των ευγενών
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- εραλδική στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
εραλδική
Πηγές επεξεργασία
- εραλδική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εραλδική