Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η εραλδική
      γενική της εραλδικής
    αιτιατική την εραλδική
     κλητική εραλδική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εραλδική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εραλδικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾal.ðiˈci/
ομόηχο: ερλαδικοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εραλδική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εραλδική